αντίτιμο

αντίτιμο
το
η αξία ενός πράγματος που πουλιέται: Του έστειλε με ταχυδρομική επιταγή το αντίτιμο του βιβλίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντίτιμο — (Μ ἀντίτιμον, Α ἀντίτιμος, ον) νεοελλ. 1. η αξία κάποιου πράγματος σε χρήμα 2. η συνέπεια, το αποτέλεσμα («αυτό ήταν το αντίτιμο της προδοσίας του») αρχ. ίσης αξίας …   Dictionary of Greek

  • ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • ναύλος — ναύλος, ο και ναύλο, το 1. το αντίτιμο για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων, ζώων, εμπορευμάτων, αντικειμένων. 2. στον πληθ., ναύλοι, οι και ναύλα, τα το αντίτιμο για τις μεταφορές στην ξηρά. Πήρε και ψιλά για τα ναύλα του λεωφορείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλλαγμα — το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) [ἀλλάσσω] η αλλαγή, η μετατροπή νεοελλ. 1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή 2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας 3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης 4 …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αντάλλαγμα — το (AM αντάλλαγμα) αυτό που δίνει ή παίρνει κάποιος σε ανταλλαγή νεοελλ. η υλική ή ηθική ανταμοιβή, το αντίτιμο υπηρεσίας μσν. βγαλμένο ρούχο αρχ. τα λύτρα …   Dictionary of Greek

  • αντίλυτρον — ἀντίλυτρον, το (AM) αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση («Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» ΚΔ) αρχ. το αντίδοτο …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • αντιτίθεμαι — (AM ἀντιτίθεμαι κ. τίθημι) 1. είμαι αντίθετος σε κάτι, έχω διαφορετική άποψη για κάτι 2. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι σε κάποιον αρχ. ( τίθημι) 1. αντιτάσσω 2. συγκρίνω 3. τοποθετώ κάτι ως αντάλλαγμα ή αντίτιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”